- χαμιλτώνειος
- -α, -ο, Νφρ. «χαμιλτώνειος τελεστής» ή «τελεστής Χάμιλτον»(μαθημ.-φυσ.) μέγεθος τής μηχανικής με σύμβολο Η, αλλ. χαμιλτωνιανή.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. που αποτελεί μεταφορά στην Ελληνική τού αγγλ. hamiltonian από το όν. τού Ιρλανδού μαθηματικού και φυσικού William Rowan Hamilton].
Dictionary of Greek. 2013.